Τρίτη 13 Απριλίου 2010

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Λογοτεχνία και Διαδίκτυο

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ

Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης τα πάντα αλλάζουν και μαζί τους και η λογοτεχνία, που μπορεί πλέον να πάρει τη μορφή ενός άυλου κειμένου, το οποίο ταξιδεύει χωρίς προορισμό, με τη μορφή του να βρίσκεται σε διαρκή ρευστότητα και να εξαρτάται άμεσα από το βαθμό της διάδρασης ανάμεσα στον αποστολέα και τον αποδέκτη.

Οσο για τους συγγραφείς, έχουν κιόλας αρχίσει, όπως προκύπτει και από αυτά τα οποία δηλώνουν στο ανά χείρας τεύχος της «Βιβλιοθήκης», να στήνουν ή να «ανεβάζουν» ιστοσελίδες, να κοινοποιούν πληροφορίες για το έργο τους ή να συμμετέχουν σε συλλογικές προσπάθειες προώθησης της λογοτεχνίας, παίρνοντας μέρος σε διάφορες συζητήσεις και δημοσιεύοντας κομμάτια τους σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Υπάρχουν, βεβαίως, και οι πιο προωθημένες περιπτώσεις: εκείνοι που χρησιμοποιώντας το Διαδίκτυο προσφέρουν στον αναγνώστη όχι μιαν απλή γραμμική αφήγηση, αλλά την ευκαιρία να διαλέξει, να απορρίψει, αλλά και να επιστρέψει ή να ξαναδοκιμάσει τη διαδρομή του μέσα στο κείμενο, ανάλογα με την πλοήγηση της επιλογής του. Κι όλα αυτά, βεβαίως, χωρίς ποτέ (ή χωρίς ακόμη) να καταργείται ο παραδοσιακός χώρος του βιβλίου, που δεν είναι άλλος από τον πάντα τακτοποιημένο κόσμο της τυπογραφίας.

Μόλις τίθεται το ζήτημα «Λογοτεχνία και Διαδίκτυο» έχεις ήδη εισέλθει στο δικτυακό λαβύρινθο, είσαι υποχρεωμένος να αναμετρηθείς με τα νέα μέσα. Περικυκλώνεσαι από το θόρυβο της πληροφορίας, ταξιδεύεις στους υπερκειμενικούς ωκεανούς, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έχεις να κάνεις με καινούριο καθεστώς αλλά με μια κατάσταση από καιρό εγκαθιδρυμένη, όμως ακόμη εν εξελίξει -για πάντα. Μιλάς για πράγματα που σε έχουν ήδη ξεπεράσει. Είναι τέτοια η δύναμη και η ταχύτητα της μετάδοσης, ώστε το καινούριο γρήγορα γίνεται παλαιό. Ζούμε ήδη την πραγματικότητα που θέλουμε να προλάβουμε, και γι' αυτό δυσκολευόμαστε να συγχρονιστούμε. Καταφεύγουμε στο παρελθόν και το μέλλον για να βρούμε μέτρο σύγκρισης και γραμμή πλεύσης. Βρισκόμαστε όμως ήδη εδώ (ή εκεί, ανάλογα με την οπτική γωνία) -χαμένοι στην πληροφορία. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό που συμβαίνει. Μπορούμε ωστόσο να επιχειρήσουμε να το κατανοήσουμε και να τοποθετηθούμε απέναντί του. Το παιχνίδι δεν αλλάζει, οι κανόνες του όμως είναι πάντα υπό αίρεση.

Ας πάρουμε ως παράδειγμα την τηλεόραση. Αναμφίβολα κανείς δεν μας υποχρεώνει να βλέπουμε τηλεόραση, ούτε καν να έχουμε. Είναι ζήτημα προσωπικής εκλογής η στάση απέναντι στο μέσο. Μια τέτοια συμπεριφορά ωστόσο έχει πολύ περιορισμένη σημασία, γιατί το μέσο δεν είναι απλό εργαλείο, αλλά ολόκληρος κόσμος που μας περιβάλλει ασφυκτικά. Στο τέλος, η «πραγματικότητα» έχει τόσο εμποτιστεί από την παρουσία του (το λόγο της εικόνας του), που είναι αδύνατο να διαχωριστεί από αυτό. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η τηλεόραση συνυφαίνεται με τη ζωή μας, όποια και αν είναι η δική μας θεώρηση. Η οθόνη της προβάλλει μια καινούρια ειδωλολατρία που σκεπάζει ολόκληρο τον πλανήτη και παράγει συμπεριφορές, επιβάλλει συνήθειες, προωθεί ιδεολογίες, λανσάρει μόδες, ασκεί, με άλλα λόγια, τεράστια εξουσία, συχνά ισχυρότερη από την παραδοσιακή πολιτική εξουσία. Ανεξάρτητα από το δικαίωμά μας να κρίνουμε, να επικρίνουμε ή ακόμη και να απορρίψουμε συλλήβδην το μέσο, θα ήταν πολύ απλοϊκό να πιστέψουμε ότι πρόκειται για ουδέτερο εργαλείο που μπορούμε να το χειριστούμε όπως θέλουμε.

Το μέσο, μολονότι ανθρώπινη επινόηση, κυριαρχεί στο αφεντικό του. Τεράστια συστήματα επικοινωνίας μετασχηματίζονται, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται το σύστημα της πολιτικής εξουσίας, να ανατρέπονται παραδοσιακά μοντέλα σκέψης και τέχνης, να αναμορφώνονται ή να εξαφανίζονται κατεστημένοι θεσμοί. Με τον ίδιο τρόπο επηρέασαν στο παρελθόν την πορεία της κοινωνίας και του πολιτισμού της η εφεύρεση της γραφής (3.500 - 3.000 π.Χ.), η εμφάνιση του κώδικα, της πρώτης δηλαδή μορφής του βιβλίου όπως το γνωρίζουμε έως σήμερα (1ος αιώνας), η διάδοση της τυπογραφίας ( 15ος αιώνας), το τηλέφωνο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση ως τα πλέον καθοριστικά, και ευρύτατα λαϊκά, μέσα επικοινωνίας και ψυχαγωγίας σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Τέλος, τα τελευταία είκοσι χρόνια, η επιστήμη της πληροφορικής, το παγκόσμιο δίκτυο (WWW), οι προσωπικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τα νέα μέσα επικοινωνίας και, γενικά, η διείσδυση της ηλεκτρονικής ψηφιοποίησης σε όλη την κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα του πλανήτη ανέτρεψαν πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο βίαια το ρυθμό του κόσμου.

Θεωρώντας ότι ο καινούριος λόγος πραγματοποιεί την (υπερ)-βάση των παραδοσιακών μέσων, οι πιστοί της ψηφιακής εποχής διατήρησαν την πρόθεση σε πολλές μορφές ηλεκτρονικής «γραφής» (υπερκείμενο, υπερμέσα, υπερλογοτεχνία), γεγονός που συνειρμικά οδηγεί στον υπεράνθρωπο, στο μοντέλο δηλαδή του νέου ανθρώπου, το οποίο αναδύεται μέσα από το λόγο που αναπτύσσουν τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας. Δεν νομίζω ότι ο Νίτσε θα έβαζε τα κλάματα για την τύχη του δικού του υπεράνθρωπου, είναι, όμως, μάλλον βέβαιο ότι θα έπαιρνε στα σοβαρά την ψηφιακή επανάσταση, αφού ήταν από τους πρώτους που κατανόησε ότι τα μέσα δεν είναι απλά εργαλεία, δεν μεταφέρουν μόνο τις σκέψεις μας, αλλά τις διαμορφώνουν κιόλας την ίδια ακριβώς στιγμή που τα χρησιμοποιούμε.

Συμπερασματικά: Μπορούμε να πολεμήσουμε, να διεκδικήσουμε, να οικειοποιηθούμε, να τροποποιήσουμε, να χρησιμοποιήσουμε, να υπηρετήσουμε, ή ό,τι άλλο θέλετε, τα νέα μέσα. Δύο πράγματα δεν μπορούμε να κάνουμε: να τα καταργήσουμε ή να τα αγνοήσουμε. Ερχόμαστε πάντα μετά από αυτά. Δεν έχει σημασία αν θεωρούμε τους εαυτούς μας citizens ή netizens, τα ίδια τα μέσα τροφοδοτούν τη διαμάχη και συντηρούν το διχασμό. Οπως το διατύπωσε βαριά κάποιος Ευρωπαίος διανοούμενος, η τεχνολογία πήρε τη θέση τής οντολογίας. Δεν έχει νόημα, επομένως, να τσακώνεται κανείς με τα αυτονόητα: με το γεγονός ότι τα προβλήματα τίθενται πλέον σήμερα κατά κύριο λόγο σε πλανητικό επίπεδο, ότι αυτό που ονομάζουμε μεταμοντέρνα κατάσταση είναι μια πραγματικότητα που επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τις ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων και πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά, ότι η ελαύνουσα ψηφιακή εποχή ανοίγει ασύλληπτες προοπτικές αλλά και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους στην ανθρώπινη κοινωνία, ότι πρέπει να κατανοήσουμε τι συμβαίνει γύρω μας, τι μεταβάλλεται μπροστά μας πριν καν πάρουμε είδηση.

Ακόμη και αν πιστεύει κανείς, όπως ο υπογράφων, ότι για τους περισσότερους ανθρώπους στη γη άλλα είναι τα κρίσιμα ζητήματα της επιβίωσης, ακόμη και αν παρομοίως εξακολουθεί να κρατά παλαιές συνήθειες και να εμπιστεύεται παραδοσιακούς κώδικες, ακόμη και αν δέχεται ότι όλα τα μέσα, ως υλικά μέσα, καθορίζονται από τις κοινωνικές ισορροπίες και ανάγκες, τελικά θα πρέπει να αντιμετωπίσει καθημερινά τις συνέπειες της ψηφιακής επανάστασης, η οποία έχει απλώσει ένα τεράστιο δαιδαλώδες δίχτυ πάνω στη γη, με το οποίο οι ισχυροί του κόσμου παρακολουθούν και προσπαθούν να ελέγξουν όσα συμβαίνουν κάτω από αυτό. Ταυτόχρονα όμως ξέρουμε ότι το δίχτυ είναι τόσο περίπλοκο και ατέρμονο ώστε, μολονότι υπάρχουν κυρίαρχοι διακινητές, να αφήνει μεγάλα περιθώρια σε όσους θα ήθελαν να το οικειοποιηθούν για λογαριασμό τους.

Ανάλογα με την προσέγγιση, άλλοι βλέπουν ότι η παντοκρατορία του Δικτύου θα μας οδηγήσει σε μια παγκόσμια (και γι' αυτό πιο ολοκληρωτική) «φάρμα των ζώων» και άλλοι πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, γιατί το Δίκτυο λειτουργεί σαν μικρό κβαντικό σύμπαν, στο οποίο δεν υπάρχει μία μόνο κυρίαρχη αρχή ούτε απόλυτες τιμές, δεν υφίσταται οριστική κατάσταση ούτε προδιαγεγραμμένη πορεία. Η τοποθέτηση απέναντι σε τέτοιες διελκυστίνδες δεν είναι εύκολη, ακούγεται όμως εξίσου υπερβολική η πεποίθηση ότι ένα σύστημα μπορεί να παγιώσει πλήρως τους κανόνες λειτουργίας του και να μην επιτρέψει καμία αντίδραση, όσο και η διαβεβαίωση ότι το σύστημα εξελίσσεται σε μια κατάσταση διαρκούς απροσδιοριστίας και διαθεσιμότητας.

Η άυλη λογοτεχνία

Ο Εγγλέζος συγγραφέας, και εραστής της τυπογραφικής τέχνης, Γουίλιαμ Μόρις γράφει κάπου ότι «δεν μπορείς να έχεις τέχνη χωρίς αντίσταση των υλικών», γι' αυτό και οι μεγάλοι συγγραφείς είναι και καλοί τεχνίτες. Ο καλός τεχνίτης δεν αντιδικεί με τα εργαλεία του, δεν τα βάζει με τα υλικά του. Γνωρίζει ότι αν δεν τα τιθασεύσει, αν δεν καταφέρει να κυριαρχήσει επάνω τους, δεν πρόκειται ποτέ να μάθει την τέχνη, πόσο μάλλον να την κατακτήσει. Καλός συγγραφέας σημαίνει καλός μάστορας του λόγου. Με τα σημερινά δεδομένα η παραδοσιακή μαστορική δεν αρκεί, γιατί ανάμεσα στο συγγραφέα και το κείμενο, ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη έχουν εμφανιστεί καινούρια εργαλεία, πρωτοφανείς τεχνικές, διαφορετικά υλικά, ένας ολόκληρος κόσμος επικοινωνιακών δυνατοτήτων και δημιουργικών συνδυασμών.

Μπορεί βέβαια ο συγγραφέας να γυρίσει την πλάτη σε όλα αυτά και να συνεχίσει να ασκεί την τέχνη που έμαθε και που αγαπά, αρκεί να γνωρίζει τι γίνεται γύρω του ή μάλλον αρκεί να αναλάβει το πιθανό κόστος αυτής της εμμονής. Οπως με την τηλεόραση, έτσι και με τα νέα μέσα: δεν έχει τόσο σημασία αν τα χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, όσο αν αντιλαμβάνεται τις συνέπειες που έχει η διαμεσολάβησή τους ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, αν μπορεί να συλλάβει την απήχηση της νέας κατάστασης στο δικό του λόγο και, τελικά, αν παρακινείται να αναρωτηθεί για τη σημασία αυτού που κάνει μέσα στις καινούριες συνθήκες.

Πολύ απλά: πρέπει να αναμετρηθεί με τα «μέσα» της εποχής του. Η αντίσταση δεν έχει νόημα, η εκμάθηση δεν είναι υποχρεωτική, η περιέργεια και η περίσκεψη όμως είναι απαραίτητες. Αλλωστε, όπως γράφει ο Φλομπέρ, «για να γίνει ένα πράγμα ενδιαφέρον, αρκεί κανείς να το κοιτάξει από πολύ κοντά και προσεκτικά».

Η λογοτεχνία, όπως τη γνωρίζουμε από την παράδοση πολλών αιώνων και, κυρίως, όπως διαμορφώθηκε κατά το 19ο αιώνα, συνδέεται σχεδόν απόλυτα με την τυπογραφία και το σπουδαιότερο μέσο διακίνησης της ήταν, και εξακολουθεί να είναι, το σώμα του βιβλίου. Μπορεί οι συγγραφείς του μοντερνισμού να πειραματίστηκαν με το λόγο, να αποδόμησαν τη γλώσσα, να καινοτόμησαν στη διάταξη του υλικού και στη διάσπαση του νοήματος (χαρακτηριστικά παραδείγματα το «Un coup de des» του Μαλαρμέ και το «Finnegans Wake» του Τζόις), ποτέ όμως δεν ξέφυγαν από τα εξώφυλλα που ορίζουν την υλική υπόσταση του βιβλίου.

Ο περιορισμός αυτός υπήρξε κεφαλαιώδης για το ίδιο το περιεχόμενο της έννοιας «λογοτεχνία», για το ρόλο του «συγγραφέα» και του «αναγνώστη», για το έργο της κριτικής, για τις δυνατότητες της ερμηνείας, για την ίδια τη θεσμική υπόσταση του έργου μέσα στην κοινωνία. Η «κειμενικότητα» του βιβλίου ορίζεται πάντα από τον τόπο της (την τυπωμένη σελίδα) και το χρόνο της (τη γραμμικότητα της ανάγνωσης). Το βιβλίο είναι ένα κλειστό μικρό σύμπαν, ακόμη και όταν δεν τελειώνει οριστικά ή είναι αποσπασματικό.

Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης όλα αυτά έχουν ανατραπεί ή υποστεί σοβαρές μεταλλάξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο κόσμος του βιβλίου έπαψε να υπάρχει. Στην πραγματικότητα οι δύο καταστάσεις συνυπάρχουν και η μία τροφοδοτεί την άλλη. Η συνέχεια όμως είναι βασίμως προβλέψιμη: ακόμη και αν η λογοτεχνία του βιβλίου δεν πάψει ποτέ να πλουτίζει τη ζωή μας, είναι αναγκασμένη να προσαρμοστεί τελικά στην πραγματικότητα των νέων μέσων, πρέπει να μάθει να ζει στο καινούριο περιβάλλον. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει. Γύρω της θα περιφέρονται οι μελλοντικές γενιές των «σκηνιτών» του Δικτύου, εξοπλισμένοι με όλα τα εξαρτήματα της ψηφιακής τεχνολογίας, χαμένοι στην επικοινωνία, την εικόνα, την προφορικότητα, την παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα, κολλημένοι στις οθόνες τους -και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσουν να αναγνωρίσουν το λόγο της, καθώς τα αφτιά και τα μάτια τους θα είναι στραμμένα σε νέες θεότητες.

Τι είναι το Διαδίκτυο; Ενας απέραντος λαβύρινθος, στον οποίο όλοι (αν έχουν την οικονομική δυνατότητα) μπορούν να μπουν και να περιπλανηθούν. Οι διαδρομές είναι άπειρες και οι δυνατότητες απεριόριστες. Μεταβάλλονται οι έννοιες του χρόνου και του χώρου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταργείται κάθε περιορισμός. Ενα κείμενο σε ηλεκτρονική μορφή μπορεί να αξιοποιήσει τα πολυμέσα (ανάμειξη λόγου, εικόνας και ήχου), να παραπέμψει τον «αναγνώστη» σε άλλους προορισμούς, να προκαλέσει τις αντιδράσεις του κοινού, να συμπεριλάβει σχόλια, κριτικές και μελέτες που αναφέρονται σε αυτό, να ανακαλύψει τους πιο αναπάντεχους αποδέκτες, να διορθωθεί, να βελτιωθεί, να αλλάξει, να ανατραπεί...

Πρόκειται για ένα άυλο κείμενο που ταξιδεύει χωρίς συγκεκριμένο προορισμό και δίχως οριστική μορφή. Ενα κείμενο που η γραφή του «είναι πάντοτε εν τω γίγνεσθαι, πάντοτε ατελής» (Ντελέζ). Η δομή του βρίσκεται σε διαρκή ρευστότητα και εξαρτάται άμεσα από το επίπεδο της διάδρασης ανάμεσα στον αποστολέα και τον αποδέκτη. Πολλοί συγγραφείς επιτρέπουν την παρέμβαση (με ή δίχως περιορισμούς) του αναγνώστη στο κείμενό τους. Ως εκ τούτου η γραμμικότητα διασπάται, το «κλείσιμο» αναστέλλεται διαρκώς και η «μορφή» δεν ολοκληρώνεται ποτέ.

Ηδη πολλοί συγγραφείς αξιοποιούν τις δυνατότητες που παρέχει το Διαδίκτυο. Αλλοι «στήνουν» ή «ανεβάζουν» ιστοσελίδες με τις οποίες κοινοποιούν πληροφορίες που αφορούν το έργο, τη ζωή και τη δράση τους, επικοινωνούν με τους αναγνώστες τους σε όλο τον κόσμο και, ενίοτε, προσφέρουν σε ψηφιακή μορφή ορισμένα έργα τους. Αλλοι συμμετέχουν σε συλλογικές προσπάθειες προώθησης της λογοτεχνίας, παίρνουν μέρος σε συζητήσεις και δημοσιεύουν σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Αλλοι ψαρεύουν υλικό και εύκολα θέματα για να γαρνίρουν, συνήθως, τα μυθιστορήματά τους, έτσι ώστε να φαίνονται μοντέρνα και μέσα στα πράγματα.

Οι συγγραφείς, βέβαια, που εκμεταλλεύονται ουσιαστικά το Διαδίκτυο είναι εκείνοι που γνωρίζουν πολύ καλά το καινούριο μέσο και έχουν αναπτύξει την αντίστοιχη ποιητική και ρητορική. Οι συγγραφείς αυτοί δεν αντιμετωπίζουν το Διαδίκτυο σαν απλό εργαλείο αλλά σαν μια άλλη γλώσσα, με αποτέλεσμα να διαμορφώνουν μια τελείως διαφορετική αισθητική αντίληψη για τη λογοτεχνία και να προτείνουν μια καινότροπη ερμηνεία του πολιτισμού συνολικά. Μόνον αυτές οι περιπτώσεις παρουσιάζουν πραγματικό ενδιαφέρον σε μια συζήτηση για τη σχέση λογοτεχνίας και Διαδικτύου. Τα έργα τους είναι διαθέσιμα σε ηλεκτρονική μορφή, είναι γραμμένα σύμφωνα με τις πιο υψηλές δυνατότητες του μέσου και προσφέρουν στον αναγνώστη, όχι μια απλή γραμμική αφήγηση, αλλά την ευκαιρία να διαλέξει, να απορρίψει, να επιστρέψει και να ξαναδοκιμάσει τη διαδρομή του στο κείμενο, να αποφασίσει ποια πλοήγηση προτιμά.

Στην Ελλάδα τέτοιοι πειραματισμοί είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Οι συγγραφείς, όταν χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο, το κάνουν είτε για να προωθήσουν το έντυπο έργο τους ή για να επικοινωνήσουν στοιχειωδώς μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Στην πιο επιδερμική εκδοχή της η χρήση του Διαδικτύου συνοψίζεται σε αυτό που είπαμε λίγο πριν: για να πετύχει η συνταγή και το έργο να «πιάσει» την εποχή, είναι απαραίτητο να υπάρχει και λίγο Διαδίκτυο, μαζί με άγριο σεξ, σκοτεινή τρομοκρατία, κάτι απόηχους από εμφύλιο και δικτατορία, και άφθονο κοσμοπολιτισμό. Στην ποίηση τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα, ιδιαίτερα στο πεδίο της διακίνησης. Αν σκεφτούμε πόσες ποιητικές συλλογές περνούν σχεδόν απαρατήρητες και αν συνυπολογίσουμε την αναμφισβήτητη αδιαφορία του κοινού για την ποίηση παγκοσμίως, τότε το Διαδίκτυο προσφέρει μια ευκαιρία, δίνει μια διέξοδο: όταν τα ποιήματα αφεθούν να ταξιδέψουν στον κόσμο των υπερμέσων, η τύχη τους είναι άγνωστη, αλλά σίγουρα καλύτερη.

Παρόμοια, αλλά όχι ταυτόσημη είναι και η χρήση του Διαδικτύου από τη φιλολογία, την κριτική και τη θεωρία. Για τον επιστήμονα, όπως έχει επισημάνει πολύ εύστοχα στο βιβλίο του «Radiant Textualities» ο Μακ Γκαν, το μέσο (προφορικό, γραπτό, τυπωμένο, ηλεκτρονικό) είναι ένα ακόμη εργαλείο, για τον ποιητή όμως είναι αυτοσκοπός, έργο της φαντασίας. Σήμερα όποιος ασχολείται με τη μελέτη της λογοτεχνίας έχει στη διάθεσή του όλες τις δυνατότητες που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία: βάσεις δεδομένων, ψηφιακές βιβλιοθήκες, γλωσσικά και εγκυκλοπαιδικά βοηθήματα, εξαιρετικές ιστοσελίδες που αναφέρονται σε συγγραφείς, πολιτισμούς, λαούς, χώρες και σε ό,τι εν γένει μπορεί να χωρέσει ο νους του ανθρώπου. Χρήσιμα πράγματα που συχνά ενθαρρύνουν την κλοπή, την ευκολογραφία και την ασημαντολογία. Κάθε μέσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε, κουβαλά και τη φύρα του. Αλλά η γραφή, όπως λέει ο Χάινερ Μίλερ, «είναι ρίσκο, περιπέτεια, εμπειρία» και δεν πρέπει να τη φοβίζουν τα εμπόδια.

Οποιο δρόμο και αν ακολουθήσει κανείς, όποια στάση και αν κρατήσει, ένα είναι βέβαιο: η λογοτεχνία του βιβλίου θα αναμετρηθεί τα επόμενα χρόνια με την άυλη γραφή του Διαδικτύου.

Το σαράκι

«...όταν ακούστηκαν όλα αυτά ένα κρυφό και απέθαντο σαράκι ψιθύρισε: έ και λοιπόν; [...] ύστερα από κάποια παύση συνέχισε να μουρμουρίζει επιτιμητικά: και τι θα αλλάξει μετά την επανάσταση των μέσων στον κόσμο της Αλίκης; μήπως θα πάψει η εξουσία να αποφασίζει για το νόημα; [...] δίστασε για λίγο και ψήλωσε κάπως τη φωνή του: και τι θα κάνεις με τη διακήρυξη του Νίτσε ότι ο Θεός πέθανε, και πώς θα βολέψεις το φοβερό στοίχημα του Ντοστογιέφσκι ότι αν δεν υπάρχει Θεός, τότε όλα επιτρέπονται, και πώς θα αντέξεις αυτό που είπε ο Πολ ντε Μαν, αγγίζοντας το τέλος, "μόνο ένα ερώτημα έχει σημασία: υπάρχει Θεός ή δεν υπάρχει;" [...] ακόμη και ο ωραιότερος ψηφιακός κόσμος είναι πεταμένος, όπως λέει ο αινικτής Εφέσιος, "ώσπερ σάρμα εική κεχυμένων" (σαν σωρός σκουπίδια χυμένα στην τύχη)... όλα τα υπόλοιπα είναι σιωπή...»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου